- δεσιά
- ηη δέση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεροδεσιά — η φράγμα για παρεμπόδιση τής ροής ύδατος ή για εκτροπή ύδατος προς άλλη κατεύθυνση, υδατοφράκτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νερ(ο) * + δεσιά (< δένω), πρβλ. ξυλο δεσιά, σιδερο δεσιά] … Dictionary of Greek
ανυποδησία — κ. δεσία (Α ἀνυποδησία κ. δεσία) το να μη φοράει κάποιος υποδήματα, ξυπολυσιά … Dictionary of Greek
ξεκλειδώνω — 1. ανοίγω κάτι κλειδωμένο χρησιμοποιώντας κλειδί («ξεκλείδωσα την πόρτα») 2. (ενεργ. και μέσ.) ανοίγομαι με κλειδί (α. «ξεκλειδώνει δύσκολα το μπαούλο» β. «δεν ξεκλειδώνεται εύκολα το ντουλάπι») 3. παραλύω, εξαρθρώνω 4. ναυτ. βγάζω τον πίρο… … Dictionary of Greek
τενοντοδεσία — η, Ν ιατρ. εγχειρητική μετατόπιση τής έμφυσης ενός τένοντα, με σκοπό τον περιορισμό ή την αναστολή τών κινήσεων παρακείμενης αρθρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tenodese < teno (< τένων, οντος) + δεσία < δέτης < δένω] … Dictionary of Greek